Πρωτεύουσα του νομού, συγκοινωνιακός κόμβος και εμπορικό κέντρο, χτισμένη στις νοτιοδυτικές πλαγιές της Όθρης, κοντά στον ποταμό Σπερχειό. Aπό τη Λαμία καταγόταν ο Άρης Bελουχιώτης (Aθανάσιος Kλάρας). Εκεί και το κάστρο και οι όμορφες πλατείες με τα πλατάνια, τα καφέ και τα εστιατόρια.
Κατά τη μυθολογία, η Λαμία χτίστηκε απ’ το Λάμο, το γιο του Ηρακλή και Ομφάλης, της ακόλαστης χήρας – βασίλισσας της Λυδίας που αγόρασε απ’ τον Ερμή τον Ηρακλή. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι χτίστηκε απ’ τη Λαμία, τη Βασίλισσα των Τραχινίων, θυγατέρα του Ποσειδώνα. Η λέξη Λαμία ετυμολογικά συγγενεύει με το «λαιμός» ή «λάμος», που σημαίνει χάσμα, βάραθρο ή και αχόρταγος, λαίμαργος. Γνωστό πως μέσα από την πόλη περνούσε μεγάλο και βαθύ ρέμα. Άλλη θεωρία είναι εκείνη που αναφέρει ο Αριστοτέλης. Η λέξη Λαμία είναι γένους θηλυκού, ονόματος επιθέτου και σημαίνει την περιοχή, τη χώρα, την πόλη που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο λόφους. Γύρω στα 19 μ.Χ. η Λαμία για πρώτη φορά χάνει τ’ όνομά της και λέγεται Σεβαστή προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα («Σεβαστός» ήταν η ελληνική απόδοση του λατινικού τίτλου Augustus). Παραμένει άγνωστο το πότε ξαναπήρε το όνομα Λαμία.