Ν. Σταμπολίδης: «Με συγκινούν οι πόλεις και οι προορισμοί που έχουν ένα στοιχείο διαχρονίας»

ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΣΕ 8'
Ν. Σταμπολίδης: «Με συγκινούν οι πόλεις και οι προορισμοί που έχουν ένα στοιχείο διαχρονίας» Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης

Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης (Δ. Μουσείου Ακρόπολης)

Ο «διάλογος» ενός έργου Τέχνης με την ιστορία, τον χώρο, το φως, τους ανθρώπους είναι ένας προβολέας που το αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο. Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύει ο καθηγητής Αρχαιολογίας και γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης, ο οποίος, επίσης, υποστηρίζει σθεναρά πως το πραγματικό ταξίδι χτίζεται πάνω στη βιωματική εμπειρία και πως μόνο η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο.

  • Ταξιδεύατε πάντα; Εννοώ ως ιδιώτης – πέρα από την επαγγελματική σας ιδιότητα, του καθηγητή αρχαιολόγου και διευθυντή μουσείων;

Ναι, βέβαια. Έχω κάνει ταξίδια σε όλο τον κόσμο, από το Περού ώς τη Βόρεια Αμερική και από τη Σκανδιναβία ώς την Αραβία και την Κίνα. Αλλά, για μένα, όλα τα ταξίδια έχουν σχέση με την ιστορία, την τέχνη, την αρχαιολογία των τόπων – ακόμα κι όταν προορισμός μου είναι οι «νεότερες» ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που χρονολογούνται από την εποχή της Αναγέννησης ή και αργότερα. Εκείνο που με ενδιαφέρει, κυρίως, είναι το ιστορικό τους κέντρο. Κατ’ αρχάς, δεν θέλω να δω μια χώρα ή μια πόλη μία φορά, αλλά δύο και τρεις και, κυρίως, να επισκεφτώ μέρη που έχουν έναν χαρακτήρα διαχρονίας. Στη γειτονική Τουρκία, για παράδειγμα, μπορεί κανείς, βεβαίως, να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη ή την Άγκυρα – εγώ, όμως, θα ήθελα να δω και τη λίμνη Βαν, το Αραράτ ή την Αντιόχεια. Και όταν λέω να «δω», δεν εννοώ, να δω αυτά τα μέρη περνώντας βιαστικά με ένα αυτοκίνητο ή σταματώντας σε ένα μουσείο, αλλά να τα περπατήσω. Να τα βιώσω. Η βιωματική «επίσκεψη» είναι τελείως διαφορετική.

  • Αναφέρεστε συχνά σε αυτό το βιωματικό στοιχείο – το έχω εντοπίσει και στις ομιλίες σας για το Μουσείο Ακρόπολης.

Ναι. Επιμένω πως το να δει κανείς τα γλυπτά που έχουν αφαιρεθεί από τον Παρθενώνα και βρίσκονται, επί του παρόντος, στο Βρετανικό Μουσείο δεν αρκεί. Δεν θα δει τίποτα περισσότερο από το αισθητικό μέρος αυτών των έργων – απουσιάζει η «συνομιλία» του έργου με τον χώρο. Τα γλυπτά στο Μουσείο Ακρόπολης τα βλέπεις, πρώτα απ’ όλα, κάτω από ένα διαφορετικό φως. Κάτω από το αττικό φως που τα γέννησε, σε έναν τόπο όπου, όπως λέει ο ποιητής, «οι ρίζες των δέντρων σκοντάφτουν στο μάρμαρο». Το υλικό αυτό –από τη λέξη «μαρμαίρω», που θα πει ακτινοβολώ, αντανακλώ το φως– έχει επίσης μια μοναδικότητα. Το πεντελικό μάρμαρο είναι διαφορετικό από το παριανό ή το θασίτικο – και το φως, λοιπόν, αντανακλάται πάνω του διαφορετικά. Ακόμα και οι εναλλαγές του φωτός διαφέρουν, ανάλογα με την ώρα ή την εποχή. Είναι αλλιώς το πρωί, αλλιώς το μεσημέρι ή το βράδυ, στο φεγγαρόφωτο, αλλιώς τον χειμώνα ή το μεσοκαλόκαιρο. Και οι μυρωδιές ακόμα είναι διαφορετικές. Αυτό εννοώ όταν αναφέρομαι στον βιωματικό τρόπο με τον οποίο πρέπει να βλέπει και όχι απλώς να κοιτάζει κανείς τα πράγματα.

Φυσικά και είναι ωραίο να επισκεφτείς το Μουσείο του Λούβρου για να θαυμάσεις τη Νίκη της Σαμοθράκης. Αν όμως δεν πας στο ίδιο το ιερό των Καβείρων στη Σαμοθράκη να δεις το μέρος όπου ήταν στημένη (δηλαδή, πάνω σε μια μαρμάρινη πλώρη-βάση, στην επιφάνεια μιας δεξαμενής ξέχειλης από νερό, έτσι ώστε, βλέποντας το άγαλμα από μακριά, να έχεις την αίσθηση πως έρχεται το καράβι με τη Νίκη από τη θάλασσα), τι θα έχεις απολαύσει από αυτό το έργο τέχνης; Στην Αντιόχεια, π.χ., θα επισκεφτώ το μουσείο με τα ψηφιδωτά, μετά, όμως, θα πάω και θα περπατήσω πλάι στον ποταμό Ορόντη ή στους λόφους της πόλης, που τα «γέννησαν». Για να «κατανοήσω», δεν αρκεί να χορτάσει το μάτι μου. Πρέπει να νιώσω. Να αισθανθώ.

  • Με αυτή την προοπτική, λοιπόν, ποιος είναι ο αγαπημένος σας arttravel προορισμός;

Οι αγαπημένες μου πόλεις είναι δύο (αν και, ουσιαστικά, η μία είναι διάδοχος της άλλης): η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη. Να πας στο Forum Romanum, να περπατήσεις στα ερείπια του Κολοσσαίου και μετά να περιηγηθείς την περιοχή Domus Aurea –τη «Χρυσή Οικία» του Νέρωνα– ή το Θέατρο του Μάρκελλου, αφού έχεις φτάσει ως εκεί περνώντας μέσα από στενά με καταπληκτικές μπαρόκ εκκλησίες, είναι μια εμπειρία ασύλληπτη, ένα παλίμψηστο από διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς χρόνους. Αλλά ακόμα και στη Via dei Condotti να πας για να χαζέψεις τα καταστήματα των μεγάλων ευρωπαϊκών οίκων μόδας, θα έχεις δίπλα σου την Piazza di Spagna και απέναντί σου το Antico Caffè Greco, τα επισκευασμένα και ανακαινισμένα ισόγεια παλατιών των 16ου, 17ου και 18ου αιώνα.

Το ίδιο αίσθημα σε ακολουθεί στον δρόμο προς την Piazza Navona, ή προς το Πάνθεον, ή, πιο μακριά, προς τη Fontana di Trevi – και όλα αυτά, ενώ κινείσαι μέσα σε ένα πλήθος ζωηρό, σημερινό. Ωραίοι είναι οι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά όταν βρίσκεσαι σε μια πόλη ζωντανή, που πάλλεται διαχρονικά, επί αιώνες, το αίσθημα που αποκομίζεις είναι διαφορετικό. Δεν χρειάζεται να φανταστείς τους ανθρώπους. Τους βλέπεις. Είναι εκεί, παρόντες. Έπειτα, στη Ρώμη θα δει κανείς και πράγματα πιο παλιά και από την ίδια την πόλη – π.χ., οβελίσκους αιγυπτιακούς ή έργα τέχνης πανάρχαια, που έφτασαν με διάφορους τρόπους εκεί. Υπάρχει ένα πλέγμα νημάτων και νοημάτων που συνέχει την Αιώνια Πόλη.

  • Και στην Κωνσταντινούπολη, έχετε το ίδιο αίσθημα;

Ναι, παρόμοιο, όχι ακριβώς ίδιο. Η Κωνσταντινούπολη είναι, θα έλεγε κανείς, η νέα, η «ανατολική Ρώμη». Την ιδρύει ο Μεγάλος Κωνσταντίνος και χτίζεται πάνω σε μια παλιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο. Τη διατρέχει το ίδιο αίσθημα διαχρονίας. Στον ίδιο τόπο, στην πλατεία, π.χ., έξω από την Αγία Σοφία θα δει κανείς, φυσικά, τον ίδιο τον ναό, με όλες του τις μετέπειτα προσθήκες, ανά τους αιώνες, αλλά και το μιλιάριο, την κολόνα-οδοδείκτη από την οποία μετρούσαν την απόσταση προς όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Και την Αγία Ειρήνη πιο πίσω. Και το Τοπ Καπί. Και, απέναντι, το Γερεμπατάν Σαρνιτζί ή, αλλιώς, τη Βασιλική Κινστέρνα, την ξακουστή υπόγεια δεξαμενή της πόλης, ή το Ατ Μεϊντανί, που δεν είναι τίποτα άλλο από τον χώρο του Ιπποδρόμου των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Και λίγο πιο κάτω την Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή τον ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Όλα αυτά, χαζεύοντας συγχρόνως απέναντι στον το Κεράτιο Κόλπο το Πέραν –μια υπενθύμιση της ακμής της Πόλης στον 18ο-19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού– όπου διασχίζοντας την Ιστικλάλ, θα ανακατευτείς με το ανθρώπινο ποτάμι που τη ανεβοκατεβαίνει και που ποτέ δεν είναι το ίδιο. 

  • Στην Ελλάδα ποιος προορισμός έχει το ίδιο βιωματικό στοιχείο;

Η Αθήνα, προφανώς. Χωρίς την Αθήνα, κατ’ αρχάς, δεν θα υπήρχε η Ρώμη, όπως τη γνωρίζουμε στην αρχαιότητα. Όταν περπατάτε στην Πλάκα ή στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή στα δρομάκια της αρχαίας Αγοράς, σκεφτείτε απλώς πως περπατάτε στα ίδια μέρη όπου περπάτησαν όλοι αυτοί τους οποίους θυμόμαστε: ο Σωκράτης, ο Περικλής, ο Φειδίας, οι αγγειοπλάστες και οι αγγειογράφοι, οι γλύπτες, οι άνθρωποι της αγοράς και της εργασίας και οι φιλόσοφοι όλοι αυτές τις γειτονιές περιδιάβαιναν, κι ακόμα πιο πέρα στον Εθνικό Κήπο και στα ρείθρα του Ιλισσού. Κι εμείς περπατάμε πάνω στα χνάρια τους.

  • Διάβαζα πως οι επισκέπτες του Μουσείου Ακρόπολης –που είναι, σαφώς, ένα από τα πιο σημαντικά τοπόσημα της Αθήνας– σχεδόν διπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια.

Ναι, υπήρξε μια «έκρηξη» επισκεψιμότητας τα τελευταία δύο χρόνια, μετά την πανδημία. To Moυσείο Ακρόπολης, ξέρετε, σε ό,τι αφορά τις συλλογές του και τον τρόπο που τις εκθέτει, ακολουθεί αυτόν τον βιωματικό κανόνα. Π.χ., η αίθουσα του Παρθενώνα, η αίθουσα που διαμορφώθηκε για να υποδεχθεί τα γλυπτά του περίφημου ναού, αναπτύσσεται γύρω από έναν ορθογώνιο κτιστό πυρήνα που έχει τον προσανατολισμό και τις διαστάσεις του σηκού του Παρθενώνα. Επιπλέον, σε αυτό το Μουσείο δεν προτάσσονται μόνο οι σημαντικές αρχαιότητες και τα έργα τέχνης που εκτίθενται, αλλά και η σχέση τους με τους ανθρώπους. Το Μουσείο έχει προγράμματα εκπαιδευτικά, για όλες τις τάξεις του σχολείου, ξεναγήσεις για ειδικές κοινωνικές ομάδες, έχουμε εισαγάγει θεματικές για τον χορό ή τη μουσική που συνόδευε τις τελετές και τις αρχαίες λατρευτικές πρακτικές – στοιχεία πολιτισμού που κάνουν ένα μουσείο πιο «ζωντανό» και ενδιαφέρον, πέραν των περιοδικών του εκθέσεων κατά καιρούς.

  • Αυτή την περίοδο, πάντως, είμαστε εν αναμονή της έκθεσης «ΝοΗΜΑΤΑ: Προσωποποιήσεις και αλληγορίες από την αρχαιότητα ως σήμερα» – τη νέα μεγάλη έκθεση του Μουσείου Ακρόπολης που θα εγκαινιαστεί τον Δεκέμβριο και θα φιλοξενήσει, μεταξύ άλλων, πίνακες Ρούμπενς, Μποτιτσέλι και άλλα 160 μοναδικά έργα γλυπτικής, ζωγραφικής, κεραμικής και μεταλλοτεχνίας.

Είναι μια πολυσύνθετη έκθεση. Στην ουσία της πρόκειται για μια τετραλογία (Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Αναγέννηση και Νεότερη Τέχνη), προκειμένου να διαγραφεί το πώς διαχέονται οι έννοιες που στον ελληνικό ανθρωποκεντρικό πολιτισμό προσωποποιούνται και συμβολίζονται όχι μόνο στα αριστουργηματικά έργα της μεγάλης Τέχνης, αλλά και σε πιο «ευτελή», διακοσμητικά ή καθημερινά αντικείμενα, όπως, π.χ., σε ένα απλό πιάτο των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτή η έκθεση είναι ένα παράδειγμα έκθεσης – στην πραγματικότητα, πάνω στις έξι ενότητές της θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει 600 εκθέσεις. Στην ενότητα «Χρόνος», επί παραδείγματι, εγώ μπορεί να φέρνω ένα ψηφιδωτό με τους μήνες ή τον πίνακα «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τα παιδιά του» του Ρούμπενς, όμως δεν θα χωρούσε και η «Εμμονή της μνήμης» ή τα «Εύκαμπτα ρολόγια» του Nταλί; Ή η οροφή από ένα βενετσιάνικο palazzo όπου εικονογραφούνται οι εποχές; Και αυτή η έκθεση, όπως κάθε έκθεση, είναι απλώς μια αφορμή για να σκεφθούν οι επισκέπτες και να εμπνευστούν οι δημιουργοί, να δημιουργήσουν πάλι τέχνη και ομορφιά για τον κόσμο. Γιατί μόνο η ομορφιά σε κάθε επίπεδο –το πιστεύω ακράδαντα αυτό– μπορεί να σώσει τον κόσμο.

ΝΕΟ ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΟ ΤΕΥΧΟΣ

Καλοκαίρι 2024: Περισσότεροι από 150 προορισμοί της Ελλάδας

Κυκλοφορεί στα περίπτερα