Αν και γεννήθηκε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, ο Άντης Ζέρβας είχε την τύχη, όπως αποδείχθηκε τελικά, να ασχοληθεί επαγγελματικά από το 2004 με το χόμπι του: τους υπολογιστές, το internet και τη διαφήμιση δημιουργώντας το Gamos Portal και λίγο αργότερα την Kokonut WebServices.
Το μεγαλύτερο του όμως πάθος, παράλληλα με την όμορφη οικογένεια του και το Kung Fu, αποδείχτηκαν τα Κεντρικά Τζουμέρκα και η πατρογονική Ράμια.
“Το χωριό Ράμια στα Κεντρικά Τζουμέρκα είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου. Ο ίδιος, ήταν παιδί φτωχής οικογένειας και, όπως και οι περισσότεροι σε εκείνη την περιοχή, ακολούθησε το ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης στη δεκαετία του ’50 και βρέθηκε να δουλεύει και να πηγαίνει νυχτερινό σχολείο στην Αθήνα. Αυτός ο πρόωρος αποχωρισμός, σε συνδυασμό με την καριέρα του στρατιωτικού που ακολούθησε και τη δύσκολη πρόσβαση στην περιοχή για αρκετές δεκαετίες ακόμη, του δημιούργησε μία έντονη νοσταλγία για τον τόπο του, την οποία μετέδωσε στα παιδιά του από μικρά.
Όταν αργότερα, οι συνθήκες επέτρεψαν να αρχίσουμε να επισκεπτόμαστε το χωριό, η ευτυχία του να βλέπει τα μέρη που έζησε παιδί και να επικοινωνεί με φίλους και συγγενείς, αυτούς που πάντα ένιωθε δικούς του ανθρώπους, μετά από τόσα χρόνια, ήταν επίσης μεταδοτική και έριξε το σπόρο για έναν δεσμό βαθύ και δυνατό.
Αν σε αυτό προσθέσουμε την άγρια, μαγική ομορφιά των βουνών, την υπέροχη φύση, τα μικρά και μεγάλα μυστικά που μπορεί κανείς να ανακαλύψει, αλλά και τη μοναδική «ενέργεια» που διαθέτει αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του, δεν είναι δύσκολο να νιώσεις μια βαθιά σύνδεση, μια αίσθηση ότι εκεί ανήκεις”.
Για όποιον επισκέπτεται για πρώτη φορά τον τόπο του έχει την δική του “διαδρομή” να προτείνει.
“Στον Αβαρίκο, ένα ύψωμα που προσφέρει ανεμπόδιστη θέα σε όλη την περιοχή: στις κορυφές των Τζουμέρκων, στο Ξεροβούνι απέναντι, στην κοιλάδα του Αράχθου που καταλήγει στην τεχνητή λίμνη της Καλεντίνης και φυσικά στη Ράμια και τα γύρω χωριά. Τριακόσιες εξήντα μοίρες θέας που κόβει την ανάσα και σε κάνει να θέλεις να ξεκινήσεις τις εξορμήσεις”.
Άλλωστε, οι αναμνήσεις από τα συγκεκριμένα μέρη είναι δυνατές.
“Στο χωριό ξεκίνησα να πηγαίνω στα 17 μου και οι πιο δυνατές αναμνήσεις είναι από τα Αυγουστιάτικα βράδια, με τις πολυμελείς παρέες που σχηματίζονταν από αγόρια και κορίτσια σε κοντινές ηλικίες, από διαφορετικές πόλεις, αλλά όλοι με ένα κοινό σημείο αναφοράς. Το πανηγύρι το Δεκαπενταύγουστο, οι μεγάλες βόλτες κάτω από το φως του φεγγαριού, οι πλάκες, τα παιχνίδια, τα πρώτα… σκιρτήματα. Έτσι γνώρισα τη γυναίκα μου και αυτή είναι η πιο δυνατή ανάμνηση. Το πιο όμορφο σε όλο αυτό είναι ότι με τον ίδιο τρόπο από γενιά σε γενιά, σχηματίζονται οι ίδιες παρέες, απολαμβάνουν λίγο πολύ τα ίδια πράγματα και σήμερα βλέπουμε τα δικά μας παιδιά να ακολουθούν τις ίδιες διαδρομές, να κάνουν τα ίδια ξενύχτια και να χτίζουν τις ίδιες φιλίες. Σε έναν άλλο κόσμο, αλλά τόσο ίδιο σε τόσα πολλά πράγματα”.
Η επιστροφή στα Τζουμέρκα, ειδικά μετά από μεγάλο διάστημα απουσίας του δημιουργεί αυτομάτως την ανάγκη “για ένα τσίπουρο από ζαμπέλλα στην κεντρική πλατεία, μια βαθιά εισπνοή από Τζουμερκιώτικο αέρα και μια ματιά στην κορυφή του βουνού. Μια απλή διαδικασία τριών βημάτων που ισοδυναμεί με reset”.
Από τις δυσκολότερες ερωτήσεις που θα το έκανε κάποιος θα ήταν να επιλέξει “να προτείνει ένα μόνο μέρος για να επισκεφθεί στον τόπο του”.
“Αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο σημείο, θα έλεγα την κεντρική πλατεία. Ένα σημείο που μπορείς να δεις, να μυρίσεις, να γευτείς, να ακούσεις και να αγγίξεις, να έχεις μια συνολική εμπειρία με όλες τις αισθήσεις. Ωστόσο δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να βρέθηκε σε ένα σημείο στη Ράμια και να μη θέλησε να δει και τα υπόλοιπα, ακόμα και σε επόμενη επίσκεψη”.
Βέβαια, η συνολική “ξενάγηση” και βόλτα είναι μεγάλη.
“Υποθέτοντας πως δεν υφίσταται χρονικός περιορισμός, ακολουθήστε με σε μια γεμάτη μέρα:
Ξεκινάμε τη βόλτα μας από τη Γέφυρα Τζαρή, βλέποντας τον Άραχθο να περνάει κάτω από τα πόδια μας, καθώς κατευθύνεται προς τον Αμβρακικό, άλλοτε φουσκωμένος από τα νερά των βροχών πιο ψηλά, στις πηγές, άλλοτε πιο νωχελικός.
Θα κάνουμε έναν περίπατο στο μονοπάτι της Βίδρας, μια μαγική διαδρομή μέσα στα δέντρα και δίπλα από το ποτάμι, όπου κάθε βήμα είναι και ένα νέο επιφώνημα για τη θέα, για τη διαδρομή, για τη χλωρίδα.
Ακολουθεί μια επίσκεψη στο Οινοποιείο Λαμπράκη, λίγο πιο πάνω, στον οικισμό Κούνιες, όπου θα δοκιμάσετε κρασί από ζαμπέλλα και θα απολαύσετε μια πρώτη εκπληκτική θέα των Τζουμέρκων.
Κατεβαίνουμε πάλι προς τη γέφυρα και αρχίζουμε την ανάβαση προς τη Ράμια, με νέα επιφωνήματα για τα επιβλητικά βουνά που παίζουν κρυφτό μαζί μας σε κάθε στροφή. Δεν σταματάμε όμως στο χωριό. Συνεχίζουμε τη διαδρομή μας προς την Πλάκα, όπου στέκει το πρόσφατα αναστηλωμένο περίφημο μονότοξο γεφύρι, σε ένα σημείο γεμάτο ιστορία. Αφού απολαύσουμε από την κορυφή του τόξου του, 21μ πάνω από τον Άραχθο, τη θέα προς στη χαράδρα που σχηματίζει το ποτάμι περνώντας ανάμεσα σε δύο βουνά, μπορούμε να επιστρέψουμε για τις επόμενες εμπειρίες μας
Ακολουθώντας το δρόμο από τον οποίο ήρθαμε, ανεβαίνουμε προς το χωριό Καταρράκτης και συνεχίζουμε ακόμη πιο πάνω, σε μια υπέροχη ορεινή διαδρομή που καταλήγει λίγο κάτω από την κορυφογραμμή και σε υψόμετρο 1350μ. στους δίδυμους καταρράκτες, οι οποίοι πέφτουν από ύψος 100 και 87μ. Δύσκολα κάποιος θα φύγει από εκεί με λιγότερες από μερικές δεκάδες φωτογραφίες.
Μια μέρα γεμάτη από τόσες εικόνες, απαιτεί και ένα κατάλληλο τελείωμα, με χαλάρωση, συζήτηση, καλή παρέα και τις γεύσεις που θα επιτρέψουν στις εμπειρίες να κατακαθίσουν μέσα μας. Καταλήγουμε λοιπόν στην κεντρική πλατεία της Ράμιας, στην ταβέρνα «Στου Λοχία», δίπλα στο τζάκι αν είναι χειμώνας, κάτω από τον πλάτανο αν είναι καλοκαίρι και αναπληρώνουμε τις χαμένες θερμίδες με ντόπια κρέατα ποιότητας, μαγειρεμένα με μεράκι, αλλά και το γνωστά μας πια κρασί ή τσίπουρο από ζαμπέλλα ή παγωμένη μπίρα, ανάλογα την εποχή. Και σχεδιάζουμε την επόμενη μέρα, με νέες διαδρομές και ακόμα περισσότερες εικόνες”.
Γεύση, όσφρηση, ματιά, άγγιγμα, ήχος. Τι του θυμίζει το καθένα από αυτά τον τόπο του;
“Σούβλες, κοντοσούβλι, κοκορέτσι, φρυγαδέλι, πίτες για τη γεύση. Και κρασί. Τα είπαμε.
Έχει μυρωδιά ο πιο καθαρός αέρας που μπορείς να βρεις; Αυτός, μαζί με την αμυδρή μυρωδιά από ξύλα που καίνε στο τζάκι το χειμώνα, για την όσφρηση.
Η ματιά του διαβάτη, που θα σε καλησπερίσει στο δρόμο, του θαμώνα στην ταβέρνα που θα σε κεράσει κι ας μην ξέρει ποιος είσαι. Θα σε ρωτήσει για τη χαρά της κουβέντας.
Άγγιγμα, η χειραψία και η αγκαλιά των ανθρώπων που σε καλωσορίζουν.
Ήχος: η πόλη έχει ένα υπόστρωμα θορύβου που δεν το καταλαβαίνεις, αν δεν το… ξεφορτωθείς. Στα Τζουμέρκα συνειδητοποιείς ότι η απόλυτη σιωπή της νύχτας, είναι ο πιο πολύτιμος ήχος”.
- Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει περισσότερο στον τόπο σου τα τελευταία χρόνια και πως νιώθεις γι’ αυτό;
Αυτά που έχουν αλλάξει, σε κάποιο βαθμό, τα τελευταία χρόνια στον τόπο του είναι “λίγα”, αλλά σημαντικά. “Η πρόσβαση είναι αυτό που έχει αλλάξει και είναι εντυπωσιακό. Κάποτε ήθελες 6 – 6.30 ώρες από Θεσσαλονίκη και άλλες τόσες από Αθήνα για να φτάσεις. Η Ε.Ο. Αθηνών – Πατρών, η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, η Ιόνια Οδός και η Εγνατία Οδός έχουν μειώσει το χρόνο σε 3.30 – 4 ώρες και την ασφάλεια σε… διαστημικό επίπεδο. Πλέον μπορείς να πας στο χωριό για 2-3 μέρες ξεκούραστα. Τα Τζουμέρκα έχουν μπει δυναμικά στο χάρτη και οι ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά και για την επιστροφή νέων ανθρώπων είναι πολύ περισσότερες. Νιώθω ευτυχής και αισιόδοξος, λοιπόν”.
Τα Τζουμέρκα, είναι ένας τόπος σχετικά “ανεκμετάλλευτος” και παρθένος ακόμα όμως, για τον Άντη υπάρχουν τρόποι και μέτρα μέτρα που μπορούν να ληφθούν ώστε να εξασφαλιστεί η τουριστική αξιοποίηση του τόπου με πράσινο και βιώσιμο τρόπο, ώστε να μην αλλοιώνει την φυσιογνωμία του.
“Η επιχειρηματικότητα ήδη δείχνει το δρόμο μιας ήπιας τουριστικής ανάπτυξης και το μόνο που χρειάζεται είναι η τοπική αυτοδιοίκηση σε κάθε επίπεδο, να μοιραστεί ένα τέτοιο όραμα. Βελτίωση των υποδομών, από τη διαχείριση των υδάτινων πόρων ως τη συντήρηση του οδικού δικτύου, ενίσχυση της εξωστρέφειας των παραγωγικών μονάδων, αναστήλωση παραδοσιακών κτιρίων, δημιουργία υποδομών που θα βελτιώνουν ακόμη περισσότερο την εμπειρία των επισκεπτών… ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα κονδύλια βρίσκονται και αυτό που λείπει είναι η υλοποίηση. Ωστόσο, η ανάπτυξη της περιοχής είναι ένα ποτάμι που δύσκολα γυρίζει πίσω. Η συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο για το πόσο ορμητικό μπορεί να είναι, αλλά είμαι αισιόδοξος ότι τα Τζουμέρκα είναι το next big think στον ελληνικό τουρισμό”.
Όσον αφορά το φαγητό και την αυθεντική, παραδοσιακή κουζίνα της Ηπείρου είναι εξαιρετικά σαφής.
“Στην κεντρική πλατεία της Ράμιας ο Λοχίας και στο Κρυονέρι, δίπλα στο ποτάμι, ο Σφήκας, ανταγωνίζονται για τον άτυπο τίτλο του καλύτερου φαγητού της περιοχής, πράγμα που αντανακλάται και στις αξιολογήσεις. Και στην ευρύτερη περιοχή όμως, δεν λείπουν ταβέρνες και εστιατόρια με εξαιρετικό φαγητό.
Εκτός από τα ψητά (κοκορέτσι, κοντοσούβλι, φρυγαδέλι) που απαιτούν μεράκι στο ψήσιμο, σίγουρα θα πρέπει κάποιος να δοκιμάσει τις τοπικές ηπειρώτικες πίτες.
Το τσίπουρο από ζαμπέλα είναι από τις πιο χαρακτηριστικές τοπικές παραγωγές και όσοι το δοκιμάζουν το λατρεύουν. Το ίδιο και το κρασί.
Τυρί, ξινόγαλα, μέλι, χυμός από ρόδι, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία βοτάνων για αφεψήματα, δεν θα πρέπει να λείπουν από τις αποσκευές φεύγοντας”.
Το άγριο, παρθένο τοπίο των Τζουμέρκων έχουν επηρεάσει την δουλειά του και πόσο τον βοηθά, όταν βρίσκεται εκεί, στο να ξαναφορτίσει μπαταρίες;
“Νομίζω ότι με έχει επηρεάσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι εύκολος. Το μέρος που σου προσφέρει σωματική και πνευματική ξεκούραση, είναι πάντα ένα σημαντικό κομμάτι της επαγγελματικής ζωής. Υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι, αυτό της καταγωγής από έναν τόπο άγριο και δύσκολο, όπου η επιβίωση απαιτεί σκληρή δουλειά, εφευρετικότητα, δημιουργικότητα. Οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν εκεί, αποτελούν για μένα πηγή έμπνευσης. Και, πάντα, έστω και λίγο πριν φύγω για την Αθήνα, θα κάνω μια βόλτα για να καθαρίσω το μυαλό μου όσο πιο κοντά μπορώ στην κορυφή ή δίπλα στο ποτάμι. Στα δύο άκρα δηλαδή”.
- Ποιο είναι το «σουβενίρ» που θα διάλεγες από τον τόπο σου, για να προσφέρεις ως «δώρο» σε άλλους ανθρώπους;
Δύσκολη ερώτηση. Υπάρχουν κάποιοι πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι, που σκαλίζουν σπάνιες δημιουργίες σε ξύλο. Ένα δικό τους αντικείμενο, θα ήταν εξαιρετικό ενθύμιο, καθώς δεν διαφημίζουν τη δουλειά τους ιδιαίτερα. Αν ήμουν εγώ ο επισκέπτης, ωστόσο, θα θεωρούσα σουβενίρ ακόμα και τις φωτογραφίες που θα έβγαζα.
Όσον αφορά τα επαγγελματικά του, σταθερά τα τελευταία 12 χρόνια είναι ιδιοκτήτης του Gamos Portal, αλλά και ανάμεσα σε κάποια πολύ ενδιαφέροντα projects ως web developer και ιδιοκτήτης της Kokonut Web Services. Όπως, άλλωστε, λέει ο ίδιος, “είναι μια πολύ δημιουργική περίοδος, με πολλές προκλήσεις για το μέλλον”.