Η Αθηνά Ντόκα δεν μεγάλωσε στο Παλαιοχώρι Συρράκου, χωριό στο οποίο γεννήθηκαν και οι δυό της γονείς. Αλλά το νιώθει “τόπο της”.
“Γεννήθηκα στα Ιωάννινα και η καταγωγή μου είναι από ένα μικρό χωριό των Τζουμέρκων, το Παλαιοχώρι Συρράκου Ιωαννίνων. Εκεί γεννήθηκαν η μητέρα και ο πατέρας μου. Οι γονείς τους επίσης γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο χωριό αυτό και δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες. Παρόλο που μετακόμισαν κάποια στιγμή της ζωής τους στην Αθήνα, είχαν φροντίσει να υπάρχει το σπιτικό τους στο χωριό αυτό. Έτσι όταν οι παππούδες μου συνταξιοδοτήθηκαν, επέστρεψαν στο Παλαιοχώρι Συρράκο και επισκέπτονταν την Αθήνα για περίπου τρεις μήνες, από Δεκέμβριο έως Μάρτιο, για να συναντήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Είχα την τύχη, οι γονείς μου να μετακομίσουν για ένα διάστημα στα Ιωάννινα και να γεννηθώ σε αυτό τον τόσο όμορφο τόπο. Δεν μεγάλωσα όμως εκεί. Η δουλειά του πατέρα μου μας ανάγκασε να μετακομίζουμε σε διάφορα, αλλά αρκετά ενδιαφέροντα μέρη της Ελλάδας, μέχρι που στην ηλικία των 13 ετών μετακομίσαμε μόνιμα στην Αθήνα. Από τη γέννησή μου όμως μέχρι και στην ηλικία που είμαι τώρα, δεν υπήρξε στιγμή που να μην επισκεφθώ για μεγάλο διάστημα το χωριό μου είτε το Πάσχα είτε το καλοκαίρι”.
Έναν πρώτη φορά επισκέπτη, που θα τον πήγαινε για να του γνωρίσει την ψυχή του χωριού;
“Ο τουρισμός δεν έχει αλλοιώσει ακόμα το Παλαιοχώρι. Τα πετρόχτιστα σπίτια που είναι διάσπαρτα στο κατάφυτο αυτό μέρος, με την παρουσία τους δίνουν το στίγμα της ανθρώπινης ζωής. Όσοι το έχουν επισκεφθεί νομίζω πως έχουν πει τη πιο χαρακτηριστική πρόταση που έχω ακούσει ποτέ «εδώ είστε μόνο εσείς και ο Θεός”.
Δεν είναι τυχαίες λοιπόν και οι δυνατές παιδικές της αναμνήσεις από εκεί. “Μακάρι να ήταν μόνο μία. Όταν φθάναμε με τους γονείς μου στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς πάντα με περίμενε η κούνια που είχε κρεμάσει ο παππούς μου στη μουριά. Εκεί καθόμουν ώρες ατελείωτες. Καθώς όμως τα χρόνια περνούσαν και από παιδί έγινα έφηβη και έπειτα τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής μου μέχρι τώρα, τα πανηγύρια κρατούν σημαντικό μέρος των αναμνήσεών μου. Επιπλέον, κάθε φορά που επισκέπτομαι τον τόπο μου και συναντώ κάποιον ηλικιωμένο να μιλά βλάχικα, συγκινούμαι καθώς το άκουσμα αυτής της διαλέκτου χάνεται χρόνο με τον χρόνο και τα χωριά της Ηπείρου, είναι βλαχόφωνα χωριά”.
Η ζωή της όμως, πια, είναι έτσι που μπορεί να τύχει να περάσουν και αρκετοί μήνες μεταξύ επισκέψεων. Ποιος είναι το πρώτο πράγμα που λαχταρά να κάνει όταν φτάνει;
“Να κάτσω στο αλώνι του σπιτιού, το οποίο είναι σε ύψωμα, και να αγναντέψω όλη την ομορφιά που απλώνεται μπροστά μου. Αυθόρμητα, μου έρχονται στο μυαλό οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου που δυστυχώς δεν είναι στη ζωή, και φυσικά οι γονείς μου. Είναι άνθρωποι που κράτησαν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας και τα πέρασαν και σε εμάς, τα παιδιά τους”.
Η βόλτα που θα πήγαινε με όποιον φιλοξενούσε για πρώτη φορά στην ευρύτερη περιοχή του Παλαιοχωρίου, ξεκινάει, φυσικά, από το χωριό της.
“Φεύγοντας από το χωριό μου, μια στάση στη Κουϊάσα επιβάλλεται. Ο επισκέπτης αφήνει το αυτοκίνητο στο δρόμο και ακολουθεί το μονοπάτι. Η διαδρομή στο δάσος είναι μοναδική. Αρκετοί το έχουν χαρακτηρίσει ως Νεραιδοδάσος. Φθάνοντας σε μια μεταλλική γέφυρα υπάρχει ένας νερόμυλος όπου τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε καφετέρια. Αξίζει κάποιος να καθίσει και να απολαύσει τον καφέ του δίπλα στο ποτάμι.
H επόμενη στάση σίγουρα θα πρέπει να γίνει στην Ιερά Μονή Κηπίνας. Είναι ένα παλιό μοναστήρι, μοναδικής αρχιτεκτονικής κατασκευής καθώς είναι δομημένο εξ’ολοκλήρου σε κατακόρυφο βράχο κοντά στο χωριό Καλαρρύτες. Η μονή είναι ανδρική, και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Κατόπιν, μια στάση στο χωριό Καλαρρύτες πρέπει να γίνει. Η είσοδος των αυτοκινήτων απαγορεύεται, οπότε η στάθμευση γίνεται στον δρόμο. Όλα τα σπίτια είναι πετρόχτιστα και έχουν ηπειρώτικη αρχιτεκτονική. Τα γραφικά λιθόστρωτα μονοπάτια οδηγούν στην κεντρική πλατεία του χωριού όπου εκεί τα καλοκαίρια γίνονται τα πανηγύρια, υπάρχουν ταβέρνες που σερβίρουν ηπειρώτικες πίτες, γαλοτύρι και γλυκά του κουταλιού. Το χωριό Καλαρρύτες είναι χτισμένο στο χείλος μια απότομης χαράδρας που οδηγεί στον ποταμό Καλαρρύτικο. Το χωριό είναι γνωστό για την ανάπτυξη της χειροτεχνίας σε έργα από ασήμι και χρυσό. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γνωστός οίκος κοσμημάτων Bulgari ξεκινά από αυτό το χωριό.
Τέλος, μια επίσκεψη στο χωριό Συρράκο επιβάλλεται. Το χωριό αυτό βλέποντάς το κανείς από την είσοδό του, νομίζει ότι κάποιος το τοποθέτησε με απόλυτη δεξιοτεχνία πάνω στο βουνό. Είναι το ομορφότερο χωριό των Αθαμανικών Όρεων. Η είσοδος των οχημάτων απαγορεύεται και ο περίπατος στα λιθόστρωτα δρομάκια είναι πραγματικά υπέροχος. Η ηπειρώτικη αρχιτεκτονική των σπιτιών είναι επιβλητική. Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στο Συρράκο είναι ξακουστό, καθώς οι ντόπιοι του χωριού φημίζονται για την λεβεντιά και την αρχοντιά τους στον χορό.
Τέλος, ένα χωριό που δεν είναι γνωστό καθώς θεωρείται και πέρασμα είναι το Μιχαλίτσι. Για να φθάσει κανείς εκεί η διαδρομή τον μαγεύει πραγματικά καθώς περνά μέσα από το δάσος. Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι το καμπαναριό της εκκλησίας βρίσκεται ακριβώς μπροστά στη μοναδική ταβέρνα – καφενείο του χωριού και όχι δίπλα της. Εκεί, κάτω από το καμπαναριό πριν λίγα χρόνια πραγματοποιούνταν τα πανηγύρια του χωριού”.
Όσον αφορά πιθανές αλλαγές αλλά και το θέμα της ανάπτυξης και του τουρισμού της περιοχής, η Αθηνά έχει εμπεριστατωμένη άποψη.
“Το χωριό μου ευτυχώς ακόμα κρατά την αγνότητά του καθώς δεν έχει επηρεαστεί από τον τουρισμό. Η ευρύτερη όμως περιοχή και κάποιοι «κρυμμένοι» θησαυροί που ήταν γνωστοί μόνο για εμάς που καταγόμαστε από αυτόν τον τόπο, διαδόθηκαν και δέχονται κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο. Κάποια σπίτια ανακαινίστηκαν και δίνονται προς ενοικίαση, χτίστηκαν ξενώνες και ίσως κάποιες ταβέρνες να έχασαν το παραδοσιακό τους στοιχείο.
Ο τουρισμός σημαίνει εξέλιξη και καλό είναι να υπάρχει καθώς τα χωριά ερημώνουν. Ίσως αν συνεχιστεί αυτή η ανάπτυξη τα χωριά να «σωθούν» και οι νέοι να φτιάξουν μόνοι τους την εργασία που ονειρεύονται, έχοντας την πολυτέλεια να ζουν μακριά από μια μεγάλη πόλη. Χρειάζεται μόνο να υπάρχει από τους επισκέπτες είτε μόνιμους είτε περιστασιακούς σεβασμός στη φύση και στην παράδοση του τόπου.
Σίγουρα ένα μικρό χωριό δεν μπορεί ξαφνικά να γίνει μεγάλο και να χτίζονται ξενοδοχεία και ξενώνες. Κάποια μέρη «αντέχουν» ένα συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων για να υπάρχει και η κατάλληλη ισορροπία με το περιβάλλον. Η αρχιτεκτονική των κτισμάτων είναι αυτή που καθορίζει και δίνει το στίγμα ενός τόπου, οπότε ό,τι ανοικοδομείται θα πρέπει να έχει συγκεκριμένα κριτήρια που θα σέβονται τον πολιτισμό και την παράδοση του τόπου. Επιπλέον, ο σεβασμός προς τη φύση και η προστασία αυτής θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός σκοπός όλων”.
Και καθώς βρισκόμαστε στην Ήπειρο, φυσικά η Αθηνά θα μας προτείνει τόσο που θα δοκιμάσουμε το νόστιμο φαγητό αλλά και τα καλύτερα παραδοασικά πιάτα και προϊόντα.
“Όλες οι ταβέρνες των χωριών σερβίρουν το καλύτερο φαγητό. Οι ηπειρώτικες πίτες, είτε είναι χορτόπιτες, είτε κρεατόπιτες, είτε η απλή πλατσίντα (ανοιχτή τυρόπιτα χωρίς φύλλο) είναι φημισμένες και ο επισκέπτης αξίζει να τις γευθεί. Για συνοδευτικό όσο περίεργο και αν ακούγεται, το γαλοτύρι ταιριάζει αρκετά. Το φαγητό σερβίρεται με ηπειρώτικο τσίπουρο που είναι αρκετά δυνατό.
Το καλύτερο φαγητό βέβαια είναι όταν είσαι περαστικός, να κοντοστέκεσαι κάπου για να θαυμάσεις τη θέα και τότε να βγαίνει από το σπίτι η ζεστή χορτόπιτα από τα χέρια της γιαγιάς”.
Γεύση, όσφρηση, ματιά, άγγιγμα, ήχος. Πως της θυμίζει το καθένα από αυτά τον τόπο της.
“Γεύση: οι ηπειρώτικες πίτες. Όσφρηση: ο καπνός από τις αναμμένες ξυλόσομπες. Ματιά: η Στρογγούλα Άγγιγμα: ό,τι έχει να κάνει με την πέτρα και την ηπειρώτικη πλάκα. Ήχος: Τα μουσικά όργανα στα ηπειρώτικα γλέντια και πανηγύρια.
Ο τόπος της την έχει επηρεάσει “σαν πηγή έμπνευσης για τα παραμύθια που γράφω και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που έχω και θα έχω. Γιατί, αν και ιδιωτική υπάλληλος στο επάγγελμα, το μεγάλο μου πάθος είναι η συγγραφή παιδικών βιβλίων και η φωτογραφία. Μου αρέσει να ταξιδεύω, να γνωρίζω νέους πολιτισμούς και ανθρώπους. Αν είχα τη δυνατότητα θα δούλευα κάθε εξάμηνο remotely και από ένα διαφορετικό σημείο του πλανήτη. Η ανάγνωση των βιβλίων μου αρέσει και δηλώνω λάτρης του χάρτινου βιβλίου και όχι του ηλεκτρονικού.
Φοβάμαι οτιδήποτε σύγχρονο προσπαθεί να αλλοιώσει την παράδοση και τα ακούσματα του τόπου μας. Το moto μου είναι: «όλα θα φτιάξουν».
Το “σουβενίρ” από τα Τζουμέρκα που θα επέλεγε να χαρίσει σε φίλους;
“Κάποιο παραδοσιακό ηπειρώτικο υφαντό και, φυσικά, τσίπουρο”.