Η καλλιτέχνις Ισμήνη Τσοφίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη, αλλά αποφάσισε να αφήσει τον τόπο της στα φοιτητικά της χρόνια. Παρότι, όμως, ζει μακριά της η Αλεξανδρούπολη παραμένει ένα ισχυρό σημείο αναφοράς για εκείνη. «Στην Αλεξανδρούπολη με συναντούν οι πρώτες αναμνήσεις μου, οι πιο ανέμελες στιγμές των παιδικών μου χρόνων», λέει περιγράφοντας την «ψυχή» της πόλης, που δεν είναι άλλη από την παραλία και τη θάλασσα. «Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες ο παραλιακός δρόμος μετατρέπεται σε μία μεγάλη βόλτα για ντόπιους και τουρίστες, μικροπωλητές και ανθρώπους κάθε ηλικίας. Διάφορα μαγαζιά κατά μήκος της παραλίας προσφέρουν καφέ, φαγητό και ποτό, ενώ το λούνα παρκ σκορπίζει χαρά σε μικρούς και μεγάλους. Τα αυτοκίνητα απαγορεύονται, και η παραλία κυριολεκτικά ζωντανεύει υπό τους ήχους μουσικών του δρόμου. Μοιάζει σαν να δίνουν όλοι ένα άτυπο ραντεβού εκεί. Και προσωπικά, το αγαπημένο μου σημείο στην πόλη, βρίσκεται στη μεγάλη στροφή του παραλιακού δρόμου όπου έχεις τη δυνατότητα να κάτσεις και να παρατηρήσεις το ατελείωτο Θρακικό πέλαγος, απολαμβάνοντας το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα».
Αυτά τα καλοκαίρια θυμάται και η κα Τσοφίδου ανατρέχοντας στις πιο δυνατές παιδικές της αναμνήσεις. «Θυμάμαι τα πρωινά να περνούν με παιχνίδια στη θάλασσα και βουτιές από την εξέδρα της παραλίας του ΕΟΤ και τα βράδια να κάνουμε βόλτα με τους γονείς και την αδερφή μου στην παραλία. Η βόλτα αυτή περιελάβανε απαραιτήτως –μετά από απαίτησή μας- ψητό καλαμπόκι ή μαλλί της γριάς, μυρωδιές που με συντροφεύουν έως και σήμερα όταν περπατώ στην παραλία της πόλης. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη στάση για τουλούμπα σε ένα από τα καφέ γύρω από τον Φάρο (την εποχή που ήταν, ακόμη, επισκέψιμος) ή και τις βόλτες με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Η ανάμνηση αυτή ολοκληρώνεται με εμένα να αποκοιμιέμαι στην αγκαλιά του μπαμπά μου από τους τριγύρω ήχους του κόσμου, κατά την επιστροφή μας στο σπίτι».
Η θάλασσα και οι άνθρωποι της Αλεξανδρούπολης
Η επαφή με τη θάλασσα αποτελεί ένα στοιχείο που λείπει από την καθημερινότητα της καλλιτέχνιδας, γεγονός που την οδηγεί στην «αγκαλιά της» κάθε φορά που επιστρέφει στον τόπο της. «Η θάλασσα χαρίζεται απλόχερα στους κατοίκους της Αλεξανδρούπολης. Συνεπώς το πρώτο πράγμα που κάνω εκεί είναι μια βόλτα είτε στην παραλία είτε απευθείας δίπλα στη θάλασσα, για να απολαύσω τη γαλήνη και την ηρεμία που προσφέρει».
Από την άλλη, ένα, ακόμη, έντονο κομμάτι της σύνδεσής της με τη γενέτειρά της, ομολογεί πως είναι οι γονείς της. «Ζώντας τα περισσότερα χρόνια εκτός Αλεξανδρούπολης και επιστρέφοντας κυρίως για διακοπές, η επίσκεψη εκεί συνδέεται πάντα με επιστροφή στο πατρικό μου σπίτι στους γονείς και τις γάτες τους. Η Αλεξανδρούπολη ταυτίζεται με το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, το καταφύγιό μου. Οι γονείς μου αλλά και οι στενοί συγγενείς και φίλοι αγαπούν πολύ αυτό τον τόπο, θεωρώντας πως είναι ο πιο όμορφος στην Ελλάδα. Αυτό αποτυπώνεται στους περισσότερους Αλεξανδρουπολίτες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από φιλοξενία, απλότητα και ευγένεια».
Τα σημεία ενδιαφέροντος από τον Φάρο μέχρι το Δέλτα του Έβρου
Την ρωτάω που θα μας πήγαινε αν ήμασταν επισκέπτες στην Αλεξανδρούπολη και η βόλτα μας ξεκινάει από τον Φάρο της πόλης στην «καρδιά» της παραλίας, που είναι και το σήμα κατατεθέν της. Κατασκευασμένος στα τέλη του 19ου αιώνα, και με ύψος 18 μέτρα, λειτουργεί αδιάλειπτα έως και σήμερα αποτελώντας έναν από τους υψηλότερους φάρους της χώρας, σταθερό σημείο συνάντησης για τους ντόπιους αλλά και ένα μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. «Ξεκινώντας από τον Φάρο, προτείνω να κάνετε μια βόλτα με ποδήλατο κατά μήκος της παραλίας ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο, τη Σαμοθράκη, και αν είστε τυχεροί, την Ίμβρο και την Τένεδο.
Επιβάλλεται η στάση στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης. Το εν λόγω μουσείο παρουσιάζει σημαντικές εκφάνσεις της ζωής τόσο της Αλεξανδρούπολης όσο και της Θράκης συνολικά και στεγάζεται στην αστική έπαυλη του Μ. Αλτιναλμάζη. Πρόκειται για ένα αξιόλογο αρχιτεκτονικό δείγμα της πόλης από την εποχή της δημιουργίας της κατά τη δεκαετία του 1870. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να επισκεφθούμε και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης, ένα νέο μουσείο που περιλαμβάνει αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Έβρου, από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια, συλλογή η οποία με εντυπωσίασε ευχάριστα κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου. Τέλος, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη, μια βόλτα στο Δέλτα του Έβρου και τις λιμνοθάλασσές του, -έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους της Ευρώπης- σίγουρα προσφέρει μια μοναδική εμπειρία περιήγησης και παρατήρησης της ιδιαίτερης φύσης αλλά και των μοναδικών ειδών ορνιθοπανίδας που μεταναστεύουν στην περιοχή».
Μνήμες και βιώματα
Μου δίνει την ενύπωση, ότι η Αλεξανδρούπολη κοιμάται μέσα της και ζωντανεύει κάθε φορά που ξυπνούν οι αισθήσεις της. «Για εμένα γεύση είναι τα γεμιστά της μαμάς μου και όσφρηση τα τηγανητά ψάρια. Σκέφτομαι έντονα το άγγιγμα από τα χέρια των γονιών μου, τη θέα της Σαμοθράκης από την απέναντι όχθη και τον παφλασμό των κυμάτων. Όλα αυτά είναι η δική μου Αλεξανδρούπολη», περιγράφει με νοσταλγία.
Συμφωνούμε ότι οι εμπειρίες και τα βιώματά μας είναι αυτά που μας διαμορφώνουν και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουμε» τα πράγματα και αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητα. Για την κα Τσοφίδου, τόσο η καταγωγή της όσο και οι μετέπειτα επιλογές στη ζωή της επηρέασαν την τέχνη της. «Η ανάγκη για διέξοδο από μία επαρχιακή και απομακρυσμένη πόλη της Ελλάδας, με ώθησε στο παρελθόν στο να φύγω για σπουδές και να εργαστώ εν συνεχεία στην Αθήνα. Ωστόσο, η επαφή και η εξοικείωση από πολύ νωρίς με τη διαφορετικότητα των γειτονικών λαών, που στη βάση της αναδεικνύει τα κοινά μας στοιχεία, καθώς και η αίσθηση ελευθερίας που μου δημιουργούσε πάντα η θάλασσα, έχουν επηρεάσει και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δεύτερη ενασχόλησή μου, τη γλυπτική».
Η ανάπτυξη της πόλης και τα σύγχρονα προβλήματα
Η Αλεξανδρούπολη είναι μία διαρκώς αναπτυσσόμενη πόλη που γίνεται ολοένα και πιο τουριστική. Ωστόσο, η κα Τσοφίδου παρατηρεί την έλλειψη επαρκούς προώθησης του τόπου, αλλά και το πρόβλημα της εισροής μεταναστών. «Η προβολή του τόπου θα πρέπει να γίνεται μέσα από ένα ολοκληρωμένο και οργανωμένο πλαίσιο για το είδος του τουριστικού προφίλ που θέλει να αναπτύξει. Παράλληλα, ανέκαθεν η περιοχή αποτελούσε ένα σημείο εισόδου μεταναστών, χωρίς ωστόσο να έχει αναπτυχθεί ποτέ μία ολοκληρωμένη πολιτική διαχείρισης των εν λόγω ροών αλλά και ενίσχυσης των τοπικών κοινωνιών, γεγονός που απαιτεί, κατά τη γνώμη μου, μία διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος με μέτρα που θα στηρίξουν και την ίδια την πόλη προς την κατεύθυνση αυτή».
Ειδικότερα, η τουριστική αξιοποίηση της Αλεξανδρούπολης απαιτεί για την ίδια μια καλύτερη ανάδειξη των μνημείων και των σημείων ενδιαφέροντος. «Η Σπηλιά του Κύκλωπα αποτελεί ένα όχι και τόσο γνωστό αξιοθέατο πλησίον της Αλεξανδρούπολης, το οποίο θα μπορούσε να προβληθεί και να αξιοποιηθεί. Οι απέραντες παραλίες της θα αποτελούν πάντα ένα σημείο κατατεθέν σε συνδυασμό με μέρη ιδιαίτερης φυσικής σπουδαιότητας όπως το Δέλτα του Έβρου και το δάσος της Δαδιάς, το οποίο μετά την ολική σχεδόν καταστροφή της περιοχής χρειάζεται σημαντικούς πόρους, μακροχρόνιο σχέδιο αποκατάστασης και πάνω απ’ όλα οργανωμένο πλάνο προστασίας και πρόληψης. Ταυτόχρονα, ιστορικά κτίρια, όπως ο γαλλικός σιδηροδρομικός σταθμός, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε χώρους επισκέψιμους, καθώς η αξιοποίηση κτιρίων ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης για τουρίστες».
Γεύσεις και σουβενίρ
Ως ταξιδιώτες, δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε από την Αλεξανδρούπολη χωρίς να δοκιμάσουμε την τοπική κουζίνα και τα παραδοσιακά προϊόντα της. Άλλωστε, η γαστρονομία της περιοχής ήταν ανέκαθεν από τις πιο ενδιαφέρουσες στην Ελλάδα, καθώς έχει ενσωματώσει υλικά από την φημισμένη θρακιώτικη κουζίνα αλλά και από τις παραδόσεις των λαών που έχουν εγκατασταθεί στην πόλη στη διάρκεια του χρόνου. Η κα Τσοφίδου μας δείχνει τον δρόμο προς το ουμάμι του τόπου της. «Για θαλασσινά πρέπει να επισκεφθείτε το “Νησιώτικο” στην παραλία της πόλης, και για κρεατικά την ταβέρνα “Λεύκες”. Μην παραλείψετε τη στάση για μπουγάτσα (με τυρί, με κρέμα, με κιμά) στον “Σουφλιώτη” -η πιο ιδιαίτερη και νόστιμη μπουγάτσα που έχω φάει– και για γλυκά “φαρουκάκια” στο “Ντορέ”. Αξίζει να προμηθευτείτε ελαιόλαδο από τον ελαιώνα της Μάκρης, παγωτό “Βαμβακούλα”, ξινό τραχανά καυτερό, θρακιώτικο καβουρμά και φυσικά, ενόψει και των χριστουγεννιάτικων γιορτών, παραδοσιακή μπάμπω.
Για την επιστροφή, από την περιπλάνηση στην Αλεξανδρούπολη γεμίζουμε τις αποσκευές μας με προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας από μετάξι Σουφλίου ή κάποιο ιδιαίτερο διακοσμητικό από το Πωλητήριο του «Εθνολογικού Μουσείου Θράκης».
Λίγα λόγια για την Ισμήνη Τσοφίδου
Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, είναι απόφοιτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Έχει ασχοληθεί με την κατασκευή χειροποίητου κοσμήματος, ενώ το 2013 άρχισε η σπουδή της στη γλυπτική με καθηγητή τον γλύπτη Στέλιο Σάρρο στα Εργαστήρια Τέχνης του Δήμου Αγίας Παρασκευής, με την οποία και ασχολείται τα τελευταία δέκα χρόνια.
Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στις γκαλερί Contemporary Athens (2020) ArtNumber23 (2020), στις ετήσιες εκθέσεις των Εργαστηρίων Τέχνης καθώς και στην έκθεση «HiVerid Mind» των καλλιτεχνικών κοινοτήτων Insistrum και Κnoddo (2023). Η δουλειά της βασίζεται στη μελέτη της ανθρώπινης φιγούρας, ως μέσου έκφρασης συναισθημάτων, σεξουαλικότητας, βιωμάτων και καταστάσεων αλλά και των διαφορετικών μορφών που αυτή μπορεί να λάβει, υπερβαίνοντας διαχωρισμούς και στερεότυπα βάσει του τι χαρακτηρίζεται ως «γυναικείο» ή «ανδρικό», αλλά αναδεικνύοντας την ίδια τη δυναμική του ανθρώπινου σώματος.
Αυτή την περίοδο εργάζεται μόνιμα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, και παράλληλα ετοιμάζει με τη φωτογράφο Ελένη Μαϊτού μία κοινή έκθεση γλυπτικής – φωτογραφίας, η οποία και θα λάβει χώρα στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2024 στo νέο χώρο τέχνης «Della Rounick Gallery» στο Κολωνάκι.