Τζουμέρκα, Καλαρρύτες: Ένα από τα ωραιότερα χωριά της ορεινής Ελλάδας, έχει την τύχη να φιλοξενεί εδώ και χρόνια έναν σπουδαίο άνθρωπο, που συνέβαλλε στην αναβίωσή του. Ο Ναπολέων Ζαγκλής ήρθε από την Αθήνα για να λειτουργήσει ξανά το παμπάλαιο καφενείο της οικογένειάς του, φτιάχνοντας το μοναδικό, τότε, στέκι στο χωριό για ντόπιους και επισκέπτες. “Σεμνά και ταπεινά”, όπως θα λέγαμε, και με πολλά προσκόμματα, όπως προσθέτει ο ίδιος, δούλεψε και έγινε αποδεκτός από την τοπική κοινωνία. Η οποία, όπως συμβαίνει στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, αντιμετωπίζει με δυσπιστία τους “ξένους”. Αν και ξένος δεν ήταν. Ξενιτεμένος ήταν. Και με μεγάλη λαχτάρα να γυρίσει στο χωριό του, όλα τα χρόνια που δούλευε με σακάκι και γραβάτα στην πρωτεύουσα.
«Με πτυχίο στην Αθήνα δεν με ήξερε κανένας. Χωρίς πτυχίο εδώ στους Καλαρρύτες με ξέρει όλος ο κόσμος! Τι … μου βρίσκετε δηλαδή, για πείτε μου;», λέει χαμογελώντας, σαν να μας δοκιμάζει για να δει τι θα του απαντήσουμε, όταν του ζητάμε -όπως και άλλοι πριν από εμάς- μια συνέντευξη.
Ο πρώτος που τον “ανακάλυψε”, ήταν ο δημοσιογράφος της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ Γιάννης Ντρενογιάννης, που έγραψε μάλιστα ότι φτιάχνει και καταπληκτικά λουκάνικα. “Ξαφνικά όλοι έρχονταν και μου ζητούσαν λουκάνικα. Μέχρι να μάθω τι είχε γράψει ο Γιάννης, δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί και όλοι έπαθαν τέτοια μανία!”, λέει γελώντας.
“Εγώ αύριο φεύγω για το χωριό μου”
Η ιστορία του Ναπολέοντα είναι μεγάλη και οι εμπειρίες του πολλές. Οι συνθήκες το έφεραν κι έφυγε από το σπουδαίο Βλαχοχώρι των Τζουμέρκων, κατέληξε στην Αθήνα, μορφώθηκε κι έγινε ένας από τους πρώτους προγραμματιστές του καιρού του. Προσλήφθηκε στη Unilever όπου έκανε καριέρα. Όμως κάθε μέρα έλεγε: «εγώ αύριο φεύγω για το χωριό μου». Το κατάφερε μετά από 20 χρόνια: «Παρότι έλειπα τόσο καιρό, ένιωσα σαν να μην πέρασε ούτε μέρα», παρατηρεί.
Είχε πολλά σχέδια, αλλά η τοπική γραφειοκρατία του στάθηκε εμπόδιο. Παρότι τον πρώτο χρόνο ο τζίρος του ήταν μόνο 900 ευρώ και οι ντόπιοι δύσκολα τον δέχτηκαν, εκείνος πείσμωσε. Κατάφερε να φτιάξει έναν παραδοσιακό ξενώνα. Και να λειτουργήσει ξανά το καφενείο της οικογένειας, στο οίκημα όπου τον συναντάμε και χρονολογείται στο 1840.
Για χρόνια ήταν το μοναδικό μέρος όπου μπορούσες να πιείς καφέ και να φας. Τώρα έχουν ανοίξει κι άλλα στην πλατεία και στην είσοδο του χωριού. “Χαίρομαι που ακολούθησαν το παράδειγμά μου. Αρκεί η ανάπτυξη να γίνει με λογικό τρόπο, όχι με υπερβολές”, λέει ο Ναπολέων. Ο Άκανθος παραμένει το μοναδικό παντοπωλείο στους Καλαρρύτες. Τα ξύλινα ράφια του είναι φορτωμένα μόνο με τα λίγα και αναγκαία πράγματα που μπορεί να χρειαστεί κανείς. Οπως γινόταν τον παλιό καιρό.
Χειροποίητες γεύσεις και τραγούδι
Στον Άκανθο θα δοκιμάσετε τα απλά πιάτα που μαγειρεύει κάθε μέρα ο ίδιος ο Ναπολέων -όπως προβατίνα γιουβετσάκι, ζυγούρι ή κοτόπουλο στον φούρνο, φασολάδα, γίδα βραστή. Έχει μακρόχρονη εμπειρία, καθώς στην κουζίνα βοηθούσε από παιδί. «Τότε το παιχνίδι μας ήταν η δουλειά», λέει.
Ως άνθρωπος με γνώσεις και μεγάλη εμπειρία, του αρέσει να αφηγείται ιστορίες σε όποιον καθίσει μαζί του σε ένα από τα τραπέζια με τα πλαστικά τραπεζομάντηλα και το χύμα κρασί στα ποτήρια. Μιλάει για τα πάντα -για το σπουδαίο παρελθόν του χωριού του, για την πολιτική, για τον εαυτό του, για ανθρώπους από όλο τον κόσμο που έχουν περάσει από το καφενείο του.
Είναι περήφανος για τη βλάχική καταγωγή του. «Μετά το ‘50 που θέλησαν να κάνουν την ομογενοποίηση της γλώσσας, μας έδερνε ο δάσκαλος για να μην λέμε βλάχικα. Ήρθαν μετά οι αστοί και έκαναν τη λέξη Βλάχος βρισιά. Για μας είναι καμάρι, είμαστε περήφανοι για την ιστορία μας», σχολιάζει.
Η μεγάλη του αγάπη, πάντως, είναι το τραγούδι. Τα σαββατοκύριακα κάθεται πάντα μαζί με τις παρέες των επισκεπτών που τον κοιτούν γελαστοί κι αν ξέρουν τους στίχους τον συνοδεύουν. «Αν έρθει άνθρωπος εδώ και δεν μιλήσω μαζί του και δεν του τραγουδήσω, μου φαίνεται ότι κάτι δεν έχει πάρει αυτός από εμένα, ή εγώ από αυτόν. Οπότε πλέον με έχουν μάθει, με θεωρούν σαν …τζουκ μποξ. Εγώ, πάλι, είμαι σαν το σπίρτο. Ένα τσικ θέλω», θα πει χαμογελώντας.
Καθισμένος μαζί μας στην ωραία «μπίμτσα» του παππού, το καταφύγιό του στην πίσω πλευρά του Άκανθου, θα τραγουδήσει α καπέλα το περίφημο «Βασιλική τον έρωτα πολύ βαριά τον πήρες…», εμπνεόμενος από το βαφτιστικό μου όνομα. Κι ύστερα, ένα αυθεντικό τραγούδι στη βλάχικη γλώσσα, αφήνοντάς μας με δακρυσμένα τα μάτια.
Και θα καταλήξει δίνοντας σε μας τους ταξιδιώτες μια σπουδαία συμβουλή. «Ο θεός πήρε τη χούφτα και έριχνε όλα τα καλά στην Ελλάδα -βουνά, πεδιάδες, λίμνες, τα πάντα. Τα έχουμε όλα. Όμως εγώ λέω: Ψάξτε παιδιά εκεί όπου πάτε για ανθρώπους. Αυτοί είναι που έχουν σημασία, όχι τα τοπία».
*
Οι Καλλαρύτες είναι ένα από τα σημαντικότερα χωριά των Τζουμέρκων. Το αποκαλούμενο και «χωριό των Bulgari», τόπος καταγωγής των ιδρυτών του διάσημου οίκου κοσμημάτων και πολλών πλούσιων αργυροχόων, άνθισε από τα μέσα του 18ο αιώνα ως τις αρχές του 19ου και οι Καλαρρυτινοί είχαν υποκαταστήματα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Αυστρία και σε άλλα μέρη. Φημισμένοι και για τα μάλλινα είδη ρουχισμού που παρήγαγαν, οι κάτοικοι είχαν φθάσει έως και τους 5.000. Τα μεγαλεία τελείωσαν όταν το χωριό κάηκε το 1821 από τους Τούρκους.